- δακτυλογραφία
- Μέθοδος γραφής που βασίζεται στη χρήση της γραφομηχανής. Ο όρος δ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές λειτουργούν με χτύπημα ή άγγιγμα του δάχτυλου σε κατάλληλα πλήκτρα, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ένας ή περισσότεροι χαρακτήρες. Η μακρόχρονη πείρα εκείνων που χρησιμοποιούν επαγγελματικά αυτές τις μηχανές και οι συνεχείς τελειοποιήσεις τους, ακόμα και στο επίπεδο των σύγχρονων πληκτρολογίων των προσωπικών υπολογιστών, επιτρέπουν σήμερα να φτάνουμε ταχύτητες γραφής πολύ υψηλές, με ελάχιστο ποσοστό λαθών.
Οι ορθότερες και αποδοτικότερες μέθοδοι δ. διδάσκονται σε διάφορες σχολές, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι μαθαίνουν τις απαραίτητες τεχνικές για να φτάσουν σε μία καλή ταχύτητα γραφής και για να αποφεύγουν τα λάθη. Οι κυριότερες από αυτές τις τεχνικές αφορούν τη θέση του σώματος (κεφαλή και κορμός όρθιοι, βραχίονες χαλαροί, θέση σε κατάλληλο ύψος, πόδια που στηρίζονται στο πάτωμα), των χεριών (καρποί ευθυγραμμισμένοι με τους βραχίονες στο επίπεδο της ανώτερης σειράς του πληκτρολογίου, δάχτυλα ελαφρώς λυγισμένα), την κατανομή της εργασίας μεταξύ των δύο χεριών (χρησιμοποιούνται και τα δέκα δάχτυλα, καθένα από τα οποία χτυπά πάντα τα ίδια πλήκτρα), το χτύπημα και ο ρυθμός της γραφής. Είναι βασικό η/ο δακτυλογράφος να βρίσκει αυτόματα τη θέση των χαρακτήρων στο πληκτρολόγιο, ώστε να εστιάζει όλη την προσοχή στο κείμενο που πρέπει να δακτυλογραφήσει. Βλ. λ. γραφομηχανή.
* * *ητο να γράφει κανείς με γραφομηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.